φιλόμουσος

φιλόμουσος
φῐλόμουσ-ος, ον,
A loving music or the Muses, δελφῖνες Arionl.8, cf. Theoc.14.61: generally, loving music and the arts, accomplished, Pl.Phdr.259b, R.548e, X.Cyr.5.1.1;

μουσικοὶ καὶ φ. Phld.Mus.p.62

K., etc.;

λόγοι φ. Ar.Nu.358

(anap.): τὸ φ., = φιλομουσία, Plu.2.984b, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλόμουσος — loving music masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόμουσος — η, ο / φιλόμουσος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος νεοελλ. (κατ επέκτ.) φιλομαθής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον η φιλομουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μουσος (< μοῦσα*), πρβλ. ποικιλό μουσος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόμουσος — η, ο 1. ο φίλος των Μουσών, αυτός που αγαπάει τις καλές τέχνες και μάλιστα τη μουσική: Οι φιλόμουσοι πηγαίνουν συχνά στις συναυλίες. 2. φιλομαθής, αυτός που αγαπάει τη μόρφωση, ο μορφωμένος: Έχει πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη του είναι φιλόμουσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλόμουσος Εταιρεία — Ελληνική εκπολιτιστική οργάνωση των αρχών του 19ου αι. Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1813 με την ενθάρρυνση κυρίως Άγγλων λογίων και αρχαιολατρών. Η δημιουργία οργανώσεων του τύπου της Φιλομούσου Εταιρείας ανήκει στο πλαίσιο των προσπαθειών των Ελλήνων… …   Dictionary of Greek

  • φιλόμουσον — φιλόμουσος loving music masc/fem acc sg φιλόμουσος loving music neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομουσοτέρου — φιλόμουσος loving music masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομουσότατος — φιλόμουσος loving music masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομούσοις — φιλόμουσος loving music masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομούσου — φιλόμουσος loving music masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομούσους — φιλόμουσος loving music masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομούσων — φιλόμουσος loving music masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”